- βιβλιοφαγία
- ηη ιδιαίτερη αγάπη για την ανάγνωση βιβλίων, η ασταμάτητη ανάγνωση βιβλίων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιβλιοφαγία — η [βιβλιοφάγος] το να διαβάζει κανείς γρήγορα πολλά βιβλία … Dictionary of Greek